μεταβάλλων

μεταβάλλων
μεταβάλλω
throw into a different position
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξουδετερώνω — 1. εκμηδενίζω, ματαιώνω με ενέργειά μου, την ενέργεια κάποιου άλλου 2. εκμηδενίζω, καθιστώ κάποιον τελείως ακίνδυνο 3. μεταβάλλων όξινη ή αλκαλική ουσία σε ουδέτερη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τύπο της εξουδετερώ μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”